πεπλανημένως

From LSJ
Revision as of 17:30, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπλᾰνημένως Medium diacritics: πεπλανημένως Low diacritics: πεπλανημένως Capitals: ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peplanēménōs Transliteration B: peplanēmenōs Transliteration C: peplanimenos Beta Code: peplanhme/nws

English (LSJ)

Adv., (πλανάομαι) A mistakenly, in error, περί τινος π. ἔχειν Isoc.9.43; π. λέγεσθαι Str.2.4.3. II irregularly, of fits of disease, Hp.Epid.1.3.<

German (Pape)

[Seite 560] adv. part. perf. pass. von πλανάω, umherirrend, umherschweisend, εἶχεν, Isocr. 9, 43.

Greek (Liddell-Scott)

πεπλᾰνημένως: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C· ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

adv.
en errant çà et là ; de manière irrégulière.
Étymologie: πεπλανημένος, part. pf. Pass. de πλανάω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. εσφαλμένα
2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πλανῶμαι].

Russian (Dvoretsky)

πεπλᾰνημένως: блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπλανημένως adv. ptc. perf. med. van πλανάω, bij vergissing:; οὐδὲ περὶ ἓν πεπλανημένως εἶχεν bij geen enkele (onverwachte gebeurtenis) maakte hij een fout Isocr. 9.43; onregelmatig, erratisch:. πῦρ ἔλαβε π. hij had erratische koortsaanvallen Hp. Epid. 1.3.