ὠμάδιος

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμάδιος Medium diacritics: ὠμάδιος Low diacritics: ωμάδιος Capitals: ΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: ōmádios Transliteration B: ōmadios Transliteration C: omadios Beta Code: w)ma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ὠμός) as epithet of Dionysus, A = ὠμηστής, because he had human sacrifices at Chios and Tenedos, Orph.H.30.5, Euelp. ap.Porph.Abst.2.55; ὠ. χοροί dances in his honour, IG14.2138. 2 raw, κρέα Epic. in Arch.Pap.7p.4. II (ὦμος) passing over the shoulder, νεβρίς, τελαμών, Nonn.D.1.34, 13.308, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμάδιος: ὁ, ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμηστής, ἐπειδὴ ἐγίνοντο εἰς αὐτὸν ἀνθρώπιναι θυσίαι ἐν Χίῳ καὶ Τενέδῳ, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 5· ἔθυον δὲ καὶ ἐν Χίῳ τῷ ὠμαδίῳ Διονύσῳ ἄνθρωπον διασπῶντες Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 2. 55.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. θνητ-άδιος)].
(II)
-ία, -ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου επειδή του προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος
2. πιθ. διονυσιακός, βακχικός («ὠμαδίοισι χοροῑσι», επιγρ.)
3. ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτ-άδιος)].