βραδύτητα

From LSJ
Revision as of 17:14, 7 July 2021 by Spiros (talk | contribs)

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, -ῆτος)
αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης
αρχ.
βραδύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής (-ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο τονισμός του -υ- (< ινδοευρ. ŭ)].