γωνιαῖος
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
α, ον, A on or at the angle, λίθος LXXJb.38.6, cf. IG12.372.19; στυλίς D.H.3.22; μέρος τείχους J.BJ5.3.5; also γωνιήϊος BCH26.64 (Delph.). II angular, γ. ῥῆμα, i. e. hard to pronounce, Pl.Com.67.
German (Pape)
[Seite 512] eckig, στυλίς Dion. Hal. 3, 21; ῥῆμα Plut. com. Lac. fr. 2.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐπὶ τπης γωνίας ἢ κατὰ τὴν γωνίαν, στυλὶς Διον. Ἁλ. 3. 22, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 19. ΙΙ.= γωνιώδης, γ. ῥῆμα, δηλ. δυσπρόφερτον, Πλάτ. Κωμ. Λακων. 2.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): γωνιήϊος CID 2.59.1.42, 62.2B.67 (ambas IV a.C.); γωνιεῖος PRyl.567.3 (III a.C.), PCair.Zen.745.54 (III a.C.); tes. γουνιαῖος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189 (Tesalia II a.C.)
1 angular, esquinero τρίγλυφος CID ll.cc., λίθος LXX Ib.38.6, PCair.Zen.l.c., πύργος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189B.15, 190B.54 (Tesalia II a.C.), στυλίς D.H.3.22, τὸ γωνιαῖον αὐτοῦ (τοῦ τείχους) μέρος I.BI 5.133
•subst. ἡ γ. piedra angular, IG 13.474.19 (V a.C.), PRyl.l.c., PLond.2054.11 (III a.C.)
•τὸ γ. esquina ἂτ τοῖ γουνιαίοι τοῖ επιστρέφοντος ποτ' πέτροτον πύργον desde la esquina que tuerce hacia la cuarta torre, Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189B.2, cf. 191B.71 (Tesalia II a.C.).
2 fig. esquinado, difícil de pronunciar ῥῆμα Pl.Com.67.
3 subst. ἡ γ. cierta piedra preciosa Plin.HN 37.164.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM γωνιαῖος, -α, -ον) γωνία
1. αυτός που έχει γωνίες
2. αυτός που βρίσκεται σε γωνία
αρχ.
φρ. «γωνιαῖον ῥῆμα» — λέξη που προφέρεται δύσκολα.