δουκηνάριος

From LSJ
Revision as of 09:52, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουκηνάριος Medium diacritics: δουκηνάριος Low diacritics: δουκηνάριος Capitals: ΔΟΥΚΗΝΑΡΙΟΣ
Transliteration A: doukēnários Transliteration B: doukēnarios Transliteration C: doukinarios Beta Code: doukhna/rios

English (LSJ)

ὁ, = Lat. A ducenarius, official receiving salary of 200,000 sesterces, IG14.1347, POxy.1711.4 (iii A. D.), etc. II fem. δουκηναρία, ἡ, assessment of 200,000 sesterces, ib.1274.14 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δουκηνάριος: -α, -ον, τὸ Λατ. ducenarius, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 30, 8.

Spanish (DGE)

-α, -ον
ducenario ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίας ex-procurador ducenario, IEphesos 894 (II d.C.). < δουκηνάριος δουκιανός > δουκηνάριος, -ου, ὁ
• Grafía: graf. δουκι- IPrusias 131.4 (crist.), Ath.Al.Apol.Sec.76.1, IG 10(2).2.152 (V/VI d.C.), δωκεν- SEG 7.1097 (Arabia, imper.)
lat. ducenarius, ducenario en el principado oficial ecuestre con un salario de doscientos mil sestercios, después designa a un procurador de alto rango en los estamentos militar y civil ἀπὸ δουκηναρίων ex-ducenario, IEphesos 629.8 (II/III d.C.), τὸν κράτιστον μετὰ πάσας ἱππικὰς στρατείας δουκηνάριον IEphesos 3055.3 (II/III d.C.), cf. SEG 44.1210.7 (Patara I/II d.C.), IG 12.Suppl.447.4 (Tasos II d.C.), POxy.1711.5 (III d.C.), MAMA 4.59 (Frigia III/IV d.C.), IUrb.Rom.306 (IV d.C.), Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.8, Lyd.Mag.3.7, τὸν πολλάκις δουκηνάριον IEphesos 616.5 (III d.C.), τὸν διασημότατον δουκ(ηνάριον) TAM 3.88.1 (Termeso, imper.), δ. τοῦ Σεβαστοῦ Πόντου καὶ Βειθυνίας IGR 4.1057.18, cf. 14 (Cos III d.C.), δ. ἐπὶ συμβουλίου τοῦ Σεβ(αστοῦ) OGI 549.8 (Ancira III d.C.), δ. φαβρικήσιος SEG 26.1320 (Sardes, biz.).

Greek Monolingual

δουκηνάριος και δουκενάριος, ο (AM)
τίτλος αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε μισθό διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους
μσν.
επίτροπος του Βυζαντινού βασιλιά
αρχ.
το θηλ. η δουκηναρία
εκτίμηση, απογραφή πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ducenarius].