δουκηνάριος
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ὁ, = Lat. A ducenarius, official receiving salary of 200,000 sesterces, IG14.1347, POxy.1711.4 (iii A. D.), etc. II fem. δουκηναρία, ἡ, assessment of 200,000 sesterces, ib.1274.14 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
δουκηνάριος: -α, -ον, τὸ Λατ. ducenarius, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 30, 8.
Spanish (DGE)
-α, -ον
ducenario ἀνὴρ ἀπὸ ἐπιτροπῆς δουκηναρίας ex-procurador ducenario, IEphesos 894 (II d.C.). < δουκηνάριος δουκιανός > δουκηνάριος, -ου, ὁ
• Grafía: graf. δουκι- IPrusias 131.4 (crist.), Ath.Al.Apol.Sec.76.1, IG 10(2).2.152 (V/VI d.C.), δωκεν- SEG 7.1097 (Arabia, imper.)
lat. ducenarius, ducenario en el principado oficial ecuestre con un salario de doscientos mil sestercios, después designa a un procurador de alto rango en los estamentos militar y civil ἀπὸ δουκηναρίων ex-ducenario, IEphesos 629.8 (II/III d.C.), τὸν κράτιστον μετὰ πάσας ἱππικὰς στρατείας δουκηνάριον IEphesos 3055.3 (II/III d.C.), cf. SEG 44.1210.7 (Patara I/II d.C.), IG 12.Suppl.447.4 (Tasos II d.C.), POxy.1711.5 (III d.C.), MAMA 4.59 (Frigia III/IV d.C.), IUrb.Rom.306 (IV d.C.), Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.8, Lyd.Mag.3.7, τὸν πολλάκις δουκηνάριον IEphesos 616.5 (III d.C.), τὸν διασημότατον δουκ(ηνάριον) TAM 3.88.1 (Termeso, imper.), δ. τοῦ Σεβαστοῦ Πόντου καὶ Βειθυνίας IGR 4.1057.18, cf. 14 (Cos III d.C.), δ. ἐπὶ συμβουλίου τοῦ Σεβ(αστοῦ) OGI 549.8 (Ancira III d.C.), δ. φαβρικήσιος SEG 26.1320 (Sardes, biz.).
Greek Monolingual
δουκηνάριος και δουκενάριος, ο (AM)
τίτλος αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε μισθό διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους
μσν.
επίτροπος του Βυζαντινού βασιλιά
αρχ.
το θηλ. η δουκηναρία
εκτίμηση, απογραφή πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων σεστερτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ducenarius].