ἐγρεκύδοιμος
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
[ῠ], ον<, A rousing the din of war, strife-stirring, epithet of Pallas, Hes.Th.925, Lamprocl.1.
German (Pape)
[Seite 712] Pallas, Kriegslärm erregend, Hes. Th. 925 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρεκύδοιμος: -ον, ὁ διεγείρων κυδοιμόν, θόρυβον τῆς μάχης, ἐπίθ. τῆς Παλλάδος, Ἡσύχ. Θ. 925, Λαμπροκλ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui excite au tumulte (des combats), ép. de Pallas, d’une bacchante, de la flûte.
Étymologie: ἐγείρω, κυδοιμός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
instigador del combate epít. de dioses, esp. de Palas, Hes.Th.925, Lamprocl.1(b), Luc.Trag.98, Orph.L.586, Nonn.D.36.21, Sch.Er.Il.13.128, de Eris, Q.S.1.180, de Ares, Nonn.D.32.164, 33.156
•de cosas que da la señal de combate, que incita al combate μυγδονίς Nonn.D.13.505, σύριγξ Nonn.D.14.404, κτύπος Nonn.D.36.206, μέλος Nonn.D.39.125.
Greek Monolingual
ἐγρεκύδοιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί πολεμικό θόρυβο.
Greek Monotonic
ἐγρεκύδοιμος: -ον, αυτός που εγείρει, που ξυπνάει τον κρότο του πολέμου, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγρεκύδοιμος: (ῡ) поднимающая боевой шум (эпитет Паллады Hes.).
Middle Liddell
ἐγρε-κύδοιμος, ον
rousing the din of war, Hes.