ἐπιτάξ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
Adv., (ἐπιτάσσω) A in a row, Arat.380. II = συντόμως, Com.Adesp.1296; forthwith, straightway, cj. in E.Fr.292.2. III by command or by pre-arrangement, Call.Aet.1.1.9, dub. in Iamb.1.239. (Cf. ἐπιπάξ.)
German (Pape)
[Seite 989] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ ὁδός = σύντομος, s. E. M. 365, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάξ: Ἐπίρρ. (ἐπιτάσσω) κατὰ σειράν, ὡς τὸ ἐφεξῆς, Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.
Greek Monolingual
ἐπιτάξ (Α) επιτάσσω επίρρ.
1. κατά σειρά («ἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος (ἀστήρ)», Άρατος)
2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῦτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.)
3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο
4. με διαταγή ή προσυμφωνία.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάξ: adv. один за другим, подряд Eur.