βραδύτητα

From LSJ
Revision as of 08:26, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, -ῆτος)
αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης
αρχ.
βραδύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής (-ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο τονισμός του -υ- (< ινδοευρ. ŭ)].