γονυκαμπής

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

-ές (για άλογα) εκείνος του οποίου τα γόνατα προεξέχουν, οπότε το κάτω από το γόνατο μέρος του ποδιού είναι κυρτό προς τα εμπρός σαν τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -καμπής < κάμπτω (πρβλ. ακαμπής, δυσκαμπής, ευκαμπής). Η λ. γονυκαμπής (ίππος) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].