ερημητήριο

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

και ερημητήρι
μέρος σε έρημο και μακρινό τόπο, στον οποίο αποσύρεται κάποιος για να ζήσει μόνος (αλλιώς ασκητήριο, ησυχαστήριο, μοναστήρι) («ερημητήρι για του Θεού χτισμένο τη λατρεία», Καζαντζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + -τήριον. Αντιδάνεια λ. (πρβλ. < γαλλ. ermitage, γερμ. Eremitage < «ερημητήριο»). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].