εξουσία

From LSJ
Revision as of 08:47, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐξουσία)
1. η κυβέρνηση, η άσκηση της αρχής
2. το σύνολο τών αρχόντων
3. άδεια, δικαιοδοσία
4. προνόμιο
5. τάξη τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα Σεραφείμ»)
αρχ.-μσν.
αξίωμα, αρχή
μσν.
1. επικράτεια, διοικητική περιοχή («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῦσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)
2. κυριαρχία, κατοχή
3. (κυριαρχική) δύναμη
4. αφθονία
αρχ.
1. κατάχρηση εξουσίας, αλαζονεία
2. (για ποιητές) ποιητική άδεια
3. αφθονία μέσων («ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», Θουκ.)
4. υπερβολικός πλούτος
5. επιδεικτική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. έξεστι
εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. ουσ- του θηλ. της μετοχής ούσα του ρ. ειμί με επίθημα -ία (πρβλ. ουσία < οντ- (ων, όντ-ος) + -ία)].