εξάμετρος
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάμετρος, -ον)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα
2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξάμετρο
στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες, κυρίως δακτυλικούς
νεοελλ.
1. φρ. «τονικό εξάμετρο» — στίχος που αποτελείται από έξι τονικούς δακτύλους
2. αυτός που έχει πλάτος έξι μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μέτρον.