τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
η (ΑΜ εὐπραξία, Α και ιων. τ. εὐπρηξίη)
ευκινησία, προσαρμογή τών κινήσεων στον επιδιωκόμενο σκοπό
αρχ.
1. η ευπραξία
2. η καλή διαγωγή, το να πράττει κάποιος ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πραξία (< πράξις), πρβλ. α-πραξία, δυσ-πραξία].