εὐρυχανδής
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ές, A = εὐρυχαδής, Eust.870.55.
German (Pape)
[Seite 1096] ές, = εὐρυχαδής, Eust.; Schol. Luc. Lex. 7.
Greek Monolingual
εὐρυχανδής, -ές (Μ)
ο ευρυχαδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευ-χανδής, περι-χανδής].