ημιαναίσθητος

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία
2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του
α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος
β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος.
επίρρ...
ημιαναισθήτως και -α
με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + αν-αίσθητος (< αν
στερητικό + -αισθητος < αισθάνομαι, πρβλ. αν-επ-αίσθητος, ευ-αίσθητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].