θεόμοιρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A partaking of the divine nature, Ecphant. ap. Stob.4.6.22; φύσις Dam.Isid.191.
German (Pape)
[Seite 1196] des Göttlichen theilhaft, Phot. 347, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θεόμοιρος: -ον, μετέχων τῆς θείας φύσεως, Ἔκφραντ. παρὰ Στοβ. 323. 58 (ἐν τῷ θηλ. -μοίρη), Δαμασκ. ἐν τῇ Βιβλ. Φωτ. 347.
English (Slater)
θεόμοιρος, codd. (O. 3.10), (P. 5.5) v. θεόμορος.
Greek Monolingual
θεόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει στη θεία φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μοιρος (< μοίρα), πρβλ. ά-μοιρος, ολβιό-μοιρος].