θεοπλάστης

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπλάστης Medium diacritics: θεοπλάστης Low diacritics: θεοπλάστης Capitals: ΘΕΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: theoplástēs Transliteration B: theoplastēs Transliteration C: theoplastis Beta Code: qeopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A maker of gods, i.e. of their images, Ar.Fr. 787. II the divine Creator, Ph.2.490.

German (Pape)

[Seite 1197] ὁ, Götterbildner, Man. 4, 569; Poll. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπλάστης: -ου, ὁ, πλάττων, κατασκευάζων θεούς, εἰκόνας θεῶν, ἀγαλματοποιός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 617, Πολυδ. Α’, 12. ΙΙ. ὁ θεῖος Δημιουργός, Φίλων 2, 490.

Greek Monolingual

θεοπλάστης, ὁ (Α)
1. αυτός που κατασκευάζει εικόνες θεών
2. ο θείος δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο-πλάστης, ζαχαρο-πλάστης.

Russian (Dvoretsky)

θεοπλάστης: ου ὁ изготовляющий изображения (досл. ваятель) богов Arph.