θυοσκόπος

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυοσκόπος Medium diacritics: θυοσκόπος Low diacritics: θυοσκόπος Capitals: ΘΥΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thyoskópos Transliteration B: thyoskopos Transliteration C: thyoskopos Beta Code: quosko/pos

English (LSJ)

ου, ὁ, A inspecting the entrails, Hsch., Phot., v.l. in E.Rh.68.

German (Pape)

[Seite 1226] ὁ, der aus den Opfern wahrsagt, Sp., als v. l. auch Eur. Rhes. 68.

Greek (Liddell-Scott)

θυοσκόπος: -ου, ὁ, παρατηρῶν τὰ ἐντόσθια, Ἡσύχ., Φώτ., διάφ. γρ. ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 68. - καὶ οὐσιαστ. θυοσκοπία, ἡ, Ἰω, Λυδ. π. ἀρχ. τ. Ρωμ. πολ. ἐν προοιμίῳ.

Greek Monolingual

θυοσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα εντόσθια τών σφαγίων, ο ιεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. θυννο-σκόπος, κερδο-σκόπος].

Russian (Dvoretsky)

θυοσκόπος: ὁ Eur. v. l. = θυοσκόος II.