θόριο

From LSJ
Revision as of 09:52, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source

Greek Monolingual

το χημ.
ραδιενεργό χημικό μεταλλικό στοιχείο της σειράς τών ακτινιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. thorium < Thor, ονομασία σκανδιναβικού θεού της αστραπής). Η λ. στον λόγιο τ. θόριον μαρτυρείται από το 1896 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].