ισάδα

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source

Greek Monolingual

και ισιάδα, η
1. η ιδιότητα του ίσου, ισότητα, ευθύτητα, ομαλότητα
2. ίσος και ομαλός δρόμος
3. δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + παραγ. κατάλ. -άδα (πρβλ. ζαλ-άδα, φρονιμ-άδα)].