καμπανίτης

From LSJ
Revision as of 13:07, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek Monolingual

ο
αφρώδης οίνος, που παραγόταν αρχικά στη γαλλική Καμπανία, σαμπάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία (μεταφορά στην ελλ. του γαλλ. τοπωνυμίου Champagne) + κατάλ. -ίτης, πρβλ. ανατολίτης, ρητιν-ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].