κατάβαλμα

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

κατάβαλμα, τὸ (Μ)
κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβάλ- του καταβάλλω (πρβλ. υποτακτ. αορ. β' κατα-βάλ-ω με τη σημ. «κατηγορώ») + κατάλ. -μα (πρβλ. ένταλ-μα, σφάλ-μα)].