καταλσής

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλσής Medium diacritics: καταλσής Low diacritics: καταλσής Capitals: ΚΑΤΑΛΣΗΣ
Transliteration A: katalsḗs Transliteration B: katalsēs Transliteration C: katalsis Beta Code: katalsh/s

English (LSJ)

ές, (ἄλσος) A woody, Str.5.3.11:—later κάτ-αλσος, ον, Eust.ad D.P.321.

German (Pape)

[Seite 1361] ές (so accent. Kramer richtig), Strab. V, 3 p. 238, mit vielen Hainen.

Greek (Liddell-Scott)

καταλσής: -ές, πλήρης ἄλσους ἢ δάσους, Στράβων 258·― παρὰ μεταγ. (ὡς Εὐστ., Διον. 321, Μαλαλ. σ. 78.12) ὡσαύτως κάταλσος, ον, ἐρεμνά, ὅ ἐστι σύμφυτα καὶ δασέα καὶ κάταλσα Εὐστ.· συνηρεφὴς καὶ κάταλσος Ἄχμ. Ὀνειρ.

Greek Monolingual

καταλσής, -ές (Α)
(για τόπο) δασώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αλσής (< ἄλσος), πρβλ. ευ-αλσής].