κατώρροπος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ον, A = κατάρροπος, Olymp.in Phd.p.244 N.
Greek Monolingual
κατώρροπος, -ον (Α)
κατάρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντί-ρροπος, ομό-ρροπος].