κατώρροπος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώρροπος Medium diacritics: κατώρροπος Low diacritics: κατώρροπος Capitals: ΚΑΤΩΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: katṓrropos Transliteration B: katōrropos Transliteration C: katorropos Beta Code: katw/rropos

English (LSJ)

κατώρροπον, = κατάρροπος, Olymp.in Phd.p.244 N.

Greek Monolingual

κατώρροπος, -ον (Α)
κατάρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντίρροπος, ομόρροπος].