κατάρροπος
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
κατάρροπον,
A inclining downwards, κ. ποιεῖν τι ib. 69; ἐπὶ τὸ κ. ῥέπειν ibid.; pendent, φύματα Id.Epid.6.1.10, cf. Gal. 7.567, 15.330.
2 sloping, κλίνη Antyll. ap. Orib.9.14.6.
3 tending to descend, νοῦσος Hp.Hum.5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρροπος: -ον, καὶ καταρρεπής, ἀντίθετ. τῷ ἀνάρροπος, κεκλιμένος πρὸς τὰ κάτω, κ. ποιεῖν τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· ἐξηρτημένος, κρεμάμενος, φύματα ὅσα κατὰ τὴν κάτω χώραν τὴν κορυφὴν ἑαυτῶν ἴσχει. τῆς ἐκπυήσιος ὁ αὐτ. 1165Β· διὸ σχῆμα δύνασαί ποτε καὶ τὸν ἀνάρροπον κόλπον ἐργάζεσθαι κατάρροπον καὶ τὸν κατάρροπον ἀνάρροπον Γαλην. 2) κατωφερής, κλίνων πρὸς τὰ κάτω, κλίνη Ὀρειβάσ. 236 Matth· οἱ ποταμοὶ ἐπὶ τὰ κατάρροπα ῥέουσιν Ἄνν. Κομν. 18Β. 3) ἐλαττούμενος, χαλαρούμενος, ὑφιέμενος, νοῦσος (ἀντίθ. τοῖς παροξυσμοῖς) Ἱππ. 48. 30., 49. 7.
Greek Monolingual
κατάρροπος, -ον (AM)
κατηφορικός, επικλινής
αρχ.
1. αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω («ἐπὶ τὸ κατάρροπον ῥέπειν», Ιπποκρ.)
2. κρεμασμένος
3. αυτός που έχει τάση να υποχωρήσει («κατάρροπος νοῦσος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. αντίρροπος, ισό-ρροπος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρροπος -ον [καταρρέπω] neerwaarts.