καρυώδης
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
ες, A like a walnut, σπέρμα Thphr.CP1.19.1; τὰ κ. Str.12.3.15.
German (Pape)
[Seite 1331] ες, nußartig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κάρυον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 1, κτλ.
Greek Monolingual
καρυώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κάρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, ονειρ-ώδης)].