κουτάλα

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο κουτάλι
2. κοινή ονομασία της ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι με τον κορμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. 1.< κουτάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλύβ-α, κεφάλα)
με τη 2. σημ. η λ. προέρχεται πιθ. από το ουσ. σκυτάλη ή, κατ' άλλους, από το λατ. scutum «ασπίδα»].