κρυσταλλικότητα

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source

Greek Monolingual

η
1. ιδιότητα της οργανικής και ανόργανης ύλης να εμφανίζεται υπό κρυσταλλική μορφή
2. χημ. ιδιότητα τών πολυμερών η οποία συνίσταται στην ύπαρξη κανονικής διάταξης μεταξύ τών μακρομορίων μιας πολυμερούς ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cristallinite < γαλλ. cristallin < λατ. cristallinus < κρυστάλλινος.