κρεοσκοπία
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek Monolingual
η
ο έλεγχος της κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη διαπίστωση της καταλληλότητάς του για κατανάλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -σκοπία (< -σκόπος < σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. αστερο-σκοπία, κερδο-σκοπία].