λάσκος

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Sophocles, Antigone, 883

Greek Monolingual

-α, -ο
1. χαλαρός
2. φρ. «τον αφήνω λάσκο» ή «του αφήνω λάσκο» — του λασκάρω τα λουριά, χαλαρώνω την επίβλεψη.
επίρρ...
λάσκα
χαλαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προστ. λάσκα (πρβλ. λάσκα τα πανιά) < ιταλ. lasca προστ. του lascare].