λάπαθο

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον)
κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών του φυτού ρούμεξ
αρχ.
όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό του τ. ως «βοτάνης κενωτικής», η λ. πιθ. να συνδέεται με τους τ. λαπάσσω, λαπαρός. Η κατάλ. -θον είναι δηλωτική φυτών που πιθ. είναι δάνειες λέξεις (πρβλ. ἄνη-θον). Ο τ. λάπατο πιθ. μέσω του ισπ. lapato < λατ. lapathum < λάπαθον. Οι τ. λάπαθος και λαπάθη είναι μεταπλασμένοι κατά το γένος τύποι του λάπαθον. Η κατάλ. -θος ως αρχική εμφανίζεται και σε άλλες ονομασίες φυτών (πρβλ. ασπάλα-θος, λέκι-θος)].