λιμνοχαρής

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνοχαρής Medium diacritics: λιμνοχαρής Low diacritics: λιμνοχαρής Capitals: ΛΙΜΝΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: limnocharḗs Transliteration B: limnocharēs Transliteration C: limnocharis Beta Code: limnoxarh/s

English (LSJ)

Love-marsh, name of a frog, Batr. 12, 212.

German (Pape)

[Seite 48] ές, sich des Sumpfes freuend, gern darin lebend, als Froschname auch λιμνόχαρις geschrieben, Batrach.

Greek Monolingual

-ές (Α λιμνοχαρής, -ές)
αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει μέσα ή κοντά σε λίμνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο λιμνοχαρής ή λιμνοχαρίς
όνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, πολεμοχαρής].

Russian (Dvoretsky)

λιμνοχᾰρής: болотолюбивый (sc. βάτραχος Batr.).