λυσίτοκος

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσίτοκος Medium diacritics: λυσίτοκος Low diacritics: λυσίτοκος Capitals: ΛΥΣΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: lysítokos Transliteration B: lysitokos Transliteration C: lysitokos Beta Code: lusi/tokos

English (LSJ)

set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp. C. 3.128.

French (Bailly abrégé)

[ῡῐ] ος, ον :
qui facilite l’accouchement NONN 41.166.
Étymologie: λύω, τόκος.

Greek Monolingual

λυσίτοκος, -ον (Α)
αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχί-τοκος, νεό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].