μελαγχρής

From LSJ
Revision as of 15:06, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχρής Medium diacritics: μελαγχρής Low diacritics: μελαγχρής Capitals: ΜΕΛΑΓΧΡΗΣ
Transliteration A: melanchrḗs Transliteration B: melanchrēs Transliteration C: melanchris Beta Code: melagxrh/s

English (LSJ)

ές, v. μελάγχροος.

German (Pape)

[Seite 118] ές, att. = μελάγχροος, vgl. Mein. Men. p. 281; μελαγχρῆ μᾶζαν, Polioch. bei Ath. II, 60 b, wie μάζης μελαγχρῆ μερίδα, Antiphan. ibd. IV, 161 a.

Greek Monolingual

μελαγχρής, -ές (ΑM)
μελάγχρους, μελαχρινός, μελαψός («εἴδομεν άνδρα μελαγχρῆ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρής (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. αμβλη-χρής].