μεράδι

From LSJ
Revision as of 15:08, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

(I)
το
μερίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρ-άδιον, υποκορ. του μοίρα με ανοιχτότερη προφορά του /i/ (μοιρ-) ως /e/ (μερ-), λόγω του ακολουθούντος -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός κ.λπ.)].
(II)
το
κοινή ονομασία του φυτού Quercus lanuginosa, αλλ. αγριοβαλανιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημεράδι].