μελανοδέρματος

From LSJ
Revision as of 15:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοδέρμᾰτος Medium diacritics: μελανοδέρματος Low diacritics: μελανοδέρματος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΔΕΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: melanodérmatos Transliteration B: melanodermatos Transliteration C: melanodermatos Beta Code: melanode/rmatos

English (LSJ)

ον, A black-skinned, Id.HA517a14.

German (Pape)

[Seite 119] mit schwarzem Felle, Arist. H. A. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοδέρματος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 2.

Greek Monolingual

μελανοδέρματος, -ον (Α)
βλ. μελανόδερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δέρμα, -ατος (πρβλ. λευκο-δέρματος)].

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνοδέρμᾰτος: с черной кожей или шкурой (ζῷα Arst.).