μηλιά
From LSJ
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
Greek Monolingual
και μηλέα, η (ΑΜ μηλέα, Α ποιητ. τ. μηλείη)
κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών του γένους malus, φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων τών εύκρατων ζωνών και τών δύο ημισφαιρίων που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες, και ειδικότερα του είδους Μalus communis το οποίο καλλιεργείται ευρύτατα για τους εύγευστους και ωφελιμότατους καρπούς του
αρχ.
φρ. α) «μηλέα ἡ Ἀρμενική» — η βερικοκιά
β) «μηλέα ἡ Περσική» — η ροδακινιά
γ) «μηλέα ἡ Μηδική» — η λεμονιά
δ) «μηλέα ἡ Κυδωνία» — η κυδωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) (πρβλ. κυν-έα συκ-έα). Ο τ. μηλιά από το μηλέα με συνίζηση (πρβλ. συκέα: συκιά)].