μιμώ
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
gen. όος, οῦς, ἡ, A ape, Suid. s.v. πίθηκος.
German (Pape)
[Seite 188] οῦς, ἡ, der Nachahmende, der Affe, Tzetz., vgl. Suid. v. πίθηξ.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμώ: γεν. -όος, -οῦς, ἡ, πίθηκος, «μαϊμοῦ», Εὐμάθ. 322, Σουΐδ. Τζέτζ.· πρβλ. κερδώ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μιμώ, -όος και -οῡς)
ο πίθηκος
νεοελλ.
η ηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + κατάλ. -ώ (πρβλ. ηχ-ώ)].