μολυντήρι

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

το
ζωολ. κοινή ονομασία ενός από τα τρία γνωστά στην Ελλάδα είδη γκέκου, μικρόσωμων σαυρών της οικογένειας geckonidae, αλλ. σαμιαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω + επίθημα -τήρι (πρβλ. κολλητ-ήρι)].