χρονοδιακόπτης
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
ο, Ν
(ηλεκτρολ.) αυτόματη, ηλεκτρομηχανική συνήθως, διάταξη, κατάλληλη για τη διακοπή, αποκατάσταση ή μεταγωγή ηλεκτρικών κυκλωμάτων μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + διακόπτης, απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. time-switch < time «χρόνος» + switch «διακόπτης»].