χρυσορύκτης
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ου, ὁ, A gold-digger, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1382] ὁ, Goldgräber, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσορύκτης: -ου, ὁ, ὁ ὀρύττων, ἐξάγων ἐκ τῆς γῆς χρυσόν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ-ορύκτης].