χωριό
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
Greek Monolingual
το, Ν
1. αγροτικός οικισμός, μικρότερος σε έκταση και σε πληθυσμό από την κωμόπολη («τον μαύρο καβαλίκεψε και στο χωριό πηγαίνει», δημ. τραγούδι)
2. συνεκδ. οι κάτοικοι του παραπάνω οικισμού, οι χωρικοί («ήλθε να τόν υποδεχθεί ολόκληρο το χωριό»)
3. φρ. α) «δεν κάνουμε χωριό οι δυο μας»
μτφ. δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ή να συμβιώσουμε
β) «γίναμε από δυο χωριά» — ήλθαμε σε διάσταση, τσακωθήκαμε, μαλώσαμε
4. παροιμ. «χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει» — λέγεται για κάτι το προφανές και ευνόητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χωρίον (< χώρα), με συνίζηση (πρβλ. χειμάδιον: χειμαδιό, σχολείο: σχολειό)].