χωριό

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

το, Ν
1. αγροτικός οικισμός, μικρότερος σε έκταση και σε πληθυσμό από την κωμόπολη («τον μαύρο καβαλίκεψε και στο χωριό πηγαίνει», δημ. τραγούδι)
2. συνεκδ. οι κάτοικοι του παραπάνω οικισμού, οι χωρικοί («ήλθε να τόν υποδεχθεί ολόκληρο το χωριό»)
3. φρ. α) «δεν κάνουμε χωριό οι δυο μας»
μτφ. δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ή να συμβιώσουμε
β) «γίναμε από δυο χωριά» — ήλθαμε σε διάσταση, τσακωθήκαμε, μαλώσαμε
4. παροιμ. «χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει» — λέγεται για κάτι το προφανές και ευνόητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χωρίον (< χώρα), με συνίζηση (πρβλ. χειμάδιον: χειμαδιό, σχολείο: σχολειό)].