ψυκτήρας

From LSJ
Revision as of 15:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

ο / ψυκτήρ, -ῆρος, ΝΑ
νεοελλ.
ψυκτικός θάλαμος ψυγείου
αρχ.
1. σκεύος γεμάτο νερό όπου διατηρούσαν το κρασί δροσερό
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος μεγάλου ποτηριού
3. είδος αγγείου κατάλληλου για την ψύξη γάλακτος, ψυγός
4. στον πληθ. οἱ ψυκτήρες
σκιεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. σφιγκ-τήρας)].