ἰοβαφής

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοβᾰφής Medium diacritics: ἰοβαφής Low diacritics: ιοβαφής Capitals: ΙΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: iobaphḗs Transliteration B: iobaphēs Transliteration C: iovafis Beta Code: i)obafh/s

English (LSJ)

ές, A violetcoloured, Democr.Eph.1; of water, Ath.2.42e.

German (Pape)

[Seite 1255] ές, veilchen-, dunkelfarbig; καὶ πορφυρᾶ ἱμάτια Democr. bei Ath. XII, 525 c; auch vom Meere, II, 42 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβᾰφής: -ές, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, Δημόκρ. Ἐφέσ. παρ’ Ἀθην. 525C· ἐπὶ ὕδατος, Ἀθήν. 42Ε· ― ἰοβάφῐνος, ον, ἐν Νικήτ. Χρον. 9. 12.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰοβαφής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ο ιόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής, χρυσο-βαφής

Russian (Dvoretsky)

ἰοβᾰφής: фиолетовый, лиловый (ἱμάτια Democr.).