ἰσουργός

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσουργός Medium diacritics: ἰσουργός Low diacritics: ισουργός Capitals: ΙΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: isourgós Transliteration B: isourgos Transliteration C: isourgos Beta Code: i)sourgo/s

English (LSJ)

όν, (ἔργον) A doing like things, Phot.

German (Pape)

[Seite 1268] gleichthuend, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσουργός: όν (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.

Greek Monolingual

ἰσουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσ-ουργός, θερμ-ουργός].