ἰσουργός
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
όν, (ἔργον) A doing like things, Phot.
German (Pape)
[Seite 1268] gleichthuend, VLL. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσουργός: όν (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.
Greek Monolingual
ἰσουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσ-ουργός, θερμ-ουργός].