εσμός

From LSJ
Revision as of 17:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ἑσμός)
1. (για μέλισσες ή σφήκες) σμήνος
2. πλήθος, αγέλη, ομάδα («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», Αριστοφ.
«ο εσμός τών αιχμαλώτων», Βιζυην.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. έζομαι, ενώ πιο πειστική είναι η ερμηνεία της λ. από σύνθετο ε-σμός: α’ συνθετικό ε-, συνδεόμενο με το ρ. ίημι (πρβλ. β’ εν. πρόσ. αορ. προστ. έ-ς, μτχ. μέσ. αορ. έ-μενος)
β’ συνθετικό επίθημα -σμος (πρβλ. δασμός, σεισμός)].
(II)
ἑσμός, ὁ (Α) ίημι
(για πράγματα) καθετί που υπάρχει σε αφθονία («ἑσμοί γάλακτος», ποτάμια γάλακτος, Ευρ.).