διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ἡμιδεής, -ὲς (Α)
1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος
2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» — κατά το ήμισυ
3. (αντί του ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δεής (< δέω ή αμάρτυρο δέος «έλλειψη»), πρβλ. ενδεής, καταδεής].