ιταλόφιλος
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
Greek Monolingual
-η, -ο
ο φίλος της Ιταλίας ή τών Ιταλών, αυτός που τάσσεται με το μέρος τών Ιταλών ή υποστηρίζει τις απόψεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. γερμανόφιλος, ειρηνόφιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].