εύτεκνος

From LSJ
Revision as of 18:06, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔτεκνος, -ον)
αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του
μσν.-αρχ.
(για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία
αρχ.
1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα
2. (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά τέκνα
3. (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο φιλόστοργος
4. φρ. «εὔτεκνος ξυνωρίς» — ζεύγος καλών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύτεκνος, φιλότεκνος].